- συμπλέκεται
- συμπλέκωtwinepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
ακροχειρισμός — ἀκροχειρισμός, ο (Α) [ἀκροχειρίζω] το να παλεύει κανείς με τα χέρια του και όχι να συμπλέκεται με ολόκληρο το σώμα του … Dictionary of Greek
πινιόν — ο, Ν τεχνολ. οδοντωτός τροχός με μικρό αριθμό οδόντων, που συμπλέκεται με άλλον, συνήθως μεγαλύτερο, οδοντωτό τροχό ή οδοντωτό κανόνα … Dictionary of Greek
πλεκτάνη — η, ΝΜΑ μτφ. μηχανορραφία, παγίδα, ενέδρα νεοελλ. ναυτ. είδος πλέγματος από κλώσματα σχοινιού με μορφή κορδονιού που περιβάλλει τον άξονα τής έλικας τού πλοίου στο σημείο εξόδου του από το σκάφος με σκοπό να εμποδίζει την εισροή τού νερού προς το… … Dictionary of Greek
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
υπουλότητα — η / ὑπουλότης, ητος, ΝΜΑ [ὕπουλος] η ιδιότητα τού ύπουλου, κρυμμένη κακία, δολιότητα («τῇ ξενοδοχίᾳ ἡ γα οτριμαργία συμπλέκεται... τῇ πραΰτητι ἡ ὑπουλότης», Ιω. Κλίμ.) μσν. αρχ. μτφ. αλλοίωση, διαφθορά … Dictionary of Greek
νεπτούνιο ή ποσειδώνιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Np. Ανήκει στην ομάδα των υπερουρανίων και έχει ατομικό αριθμό 93, ατομικό βάρος 237, 06 (αναφερόμενο στο σταθερότερο ισότοπο) και είναι το πρώτο στοιχείο που παρασκευάστηκε τεχνητά. Έχει 11 ισότοπα, με αριθμό… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Σπένγκλερ, Όσβαλντ — (Spengler). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος (Μπλάνκενμπουργκ, Χαρτς, Σαξονία 1880 Μόναχο 1936). Διατύπωσε μια αντίληψη της ιστορίας που είχε μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη κατά την περίοδο μεταξύ των δύο πόλεμων. Στη σκέψη του το προφητικό… … Dictionary of Greek